γυιῶν

γυιῶν
γυίζω
take in the hand
fut part act masc nom sg (attic epic doric)
γυιός
lame
fem gen pl
γυιός
lame
masc/neut gen pl
γυιόω
lame
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
γυιόω
lame
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
γυιόω
lame
pres part act masc nom sg
γυιόω
lame
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυίων — ἐγγυάω give pres part act masc nom sg (epic doric ionic) γυί̱ων , γυῖον limb neut gen pl γυιόω lame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γυιόω lame imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”